-
1 армия
арм||ияж1. (вооруженные силы) ὁ στρατός, ἡ στρατιά, τό στράτευμα:Советская Армия ὁ Σοβιετικός Στρατός; Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός; действующая \армия ὁ ἐνεργός στρατός, ὁ στρατός ἐν ἐνεργεία; регулярная \армия ὁ τακτικός (μόνιμος) στρατός; оккупационная \армия ὁ στρατός κατοχής; сухопу́тная \армия ὁ στρατός τής ξηρᾶς; служить в \армияии ὑπηρετώ στον στρατό; призывать в \армияию καλῶ ὑπό τά ὀπλα;2. (войсковое соединение) ὁ στρατός, ἡ στρατιά:ко́иная \армия τό ιππικό. -
2 регулярный
регулярный ταχτικός, κανονικός; \регулярныйая армия о ταχτικός (или μόνιμος) στρατός* * *ταχτικός, κανονικόςрегуля́рная а́рмия — ο ταχτικός ( или μόνιμος) στρατός
-
3 постоянный
επ., βρ: -янен, -янна, -янно;1. μόνιμος, διαρκής, συνεχής, διηνεκής, παντοτινός• πάγιος•постоянный представитель в ООН μόνιμος αντπράσωπος στον ΟΗΕ•
постоянный клиент ο θαμώνας•
-ая работа μόνιμη εργασία•
постоянный житель μόνιμος κάτοικος•
-ое место μόνιμη θέση.
2. σταθερός•верная и -ая женщина πιστή και σταθερή γυναίκα•
постоянный характер σταθερός χαρακτήρας.
εκφρ.- ая армия – ο μόνιμος στρατός•- ая величина – η σταθερή ποσότητα•постоянный капитал – (πολιτ. οικν.) το σταθερό κεφάλαιο•- ток – (ηλεκτρ.) το συνεχές ρεύμα.
См. также в других словарях:
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek